Μαρίνα (2023) [Μέγαρο Μουσικής Αθηνών]

Ένα έργο του Άγγελου Γόντικα σε σκηνοθεσία Θάνου Περιστέρη, με την συμμετοχή τελειόφοιτων σπουδαστών της Σχολής μας.

Video Backstage

 

 

Το έργο

1942 και Πρωτοχρονιά, μέρα ιερή! Ήταν κι αυτή, από κείνες των επιθέσεων σε χώρες, που τελικά, πάτησε η Γερμανική μπότα. Ο Τέλης υπήρξε ένας νέος ευγενής και τίμιος.

Δούλευε ως τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα σε μεγάλο κατάστημα υφασμάτων, του Μάρκου Βικάλ, ο οποίος αργότερα εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. «Ήταν Εβραίος». Αυτός, είχε ένα μοναχοπαίδι, το Βίκτωρα, αδερφικό φίλο του Τέλη. Εξαιτίας αυτής της φιλίας, είχαν αδερφωθεί οι δύο οικογένειες. Αυτά τα παιδιά ήτανε παντρεμένα, ο Τέλης πατέρας ενός δίχρονου αγοριού, του Μάρκου, με γυναίκα ποντιακής καταγωγής, τη Βάσια, και ο Βίκτωρας φρεσκοπαντρεμένος με τη Σάρρα, που βρισκότανε στο δεύτερο μήνα εγκυμοσύνης. Κάθε μέρα, όμως, που πέρναγε, η πείνα και η αναλαδιά θερίζανε και εκτός των άλλων μεγάλωνε ο κίνδυνος, όσο πυκνώναν οι εκτελέσεις. Μια Δευτέρα πρωί στην Γκεστάπο, όπου εργαζότανε κάποια φίλη της Σάρρα, η Αιμιλία, ως διερμηνέας, άκουσε το γερμανό Διοικητή, να δίνει διαταγή, να γίνουν κάποιες συλλήψεις και μέσα σ’ αυτούς, τον Βίκτωρα με τη γυναίκα του. Αμέσως, τους ειδοποίησε με κάποιον, να κρυφτούν. Έτσι ο Βίκτωρας με τον Τέλη, αποφασίσανε να βγούνε στο κλαρί αντάρτες. Η Σάρρα, η Βάσια, ο Μάριος και η πεθερά της, θα φεύγανε μεταμφιεσμένες για Βάρκιζα, στο εξοχικό της μάνας του Τέλη. Όπως πήγαινε στο σπίτι του Βίκτωρα η Βάσια, να πάρει την οικογένειά του και μετά την πεθερά της με το μικρό, φτάνοντας εκεί κοντά, βλέπει να βάζουνε με κλωτσιές τη φίλη της σ’ ένα καμιόνι δυο γερμαναράδες. Ταραγμένη, γύρισε σπίτι της πήρε τους δικούς της και πήγανε στη Βάρκιζα.

Ωστόσο, περνούσε ο καιρός, χωρίς να έχουνε κανένα νέο, από Τέλη και Βίκτωρα. Ήτανε σούρουπο μιας Κυριακής, όταν πήρε την απόφαση ο Τέλης, να κατέβει για να πάει να δει την οικογένειά του, ντυμένος καλόγηρος. Το πρώτο, που τον ρώτησαν, ήτανε, τι κάνει ο Βίκτωρας. Εκείνη τη στιγμή κόμπιασε, δεν μπόρεσε να το κρύψει. «Ο αγαπημένος του φίλος, είχε σκοτωθεί σε μάχη». Τότε η γυναίκα του, τον πληροφόρησε, πως η Σάρρα βρίσκεται σε κάποιο στρατόπεδο της Γερμανίας. Τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε εκειό το βλογημένο πρωινό στις 12 Οκτώβρη του 1944, που η πολυπόθητη Λευτεριά, γοργοφτεράκισε, σ’ όλη την Ελλάδα!!!

Ο μικρός Μάριος τράνεψε, τέλειωσε την Ανωτάτη Εμπορική και έμενε στην Πλατεία Αμερικής στην Αθήνα. Εργαζότανε σ’ ένα Υπουργείο και όταν ήρθε η Χούντα τον διώξανε.

Ένα Σαββάτο μεσημέρι, αφού έφαγε, του ’ρθε έτσι μες στη βαρυχειμωνιά, να πάει μια βόλτα, κάπου στα βόρεια προάστια. «1979». Πήρε ένα λεωφορείο της Δροσιάς και κατέβηκε στο τέρμα. Άρχισε να περπατάει πάνω στο χιόνι με τις μπότες του, θαυμάζοντας το ολόλευκο εκείνο τοπίο, στολισμένο πάνω στα δέντρα, από τις παγωμένες σταλαγματιές, που με τις ακτίνες του Ήλιου, όπως πέφτανε πάνω τους, λαμπικάριζαν σαν γυάλινες χάντρες. Αστράφτανε σαν τσ’ έβλεπες, λες και θέλανε να σε καλωσορίσουν! Φυσούσε ήρεμο κι αδύνατο εκειό το βοριαδάκι κι όπως τα χάιδευε, λυγίζανε τα πανέμορφα κλαδάκια τους, κι έβγαινε μέσ’ απ’ τα σπλάχνα τους μαγευτική, απαλή, μια ουράνια μελωδία!!! Νόμιζες πως άκουγες παραπονιάρας φλογέρας τις φωνές, μέσ’ απ’ τις φυλλωσιές κι ήτανε τόσο γλυκιές, που σου γιομίζανε την ψυχή και σου μαλακώνανε την παγωμένη σου ανάσα!

Κάποια στιγμή, απόστασε, θέλησε κάπου να σταθεί, για να χωθεί με τη ματιά του οδηγό, με νου και με ψυχή, στην καρδιά εκείνης της θεάς, που την λένε Φύση!!! Τα βήματα τον φέρανε σ’ ένα παλιό κιόσκι. Δίπλα, καρέκλες κάμποσες, σκεπασμένες μ’ ένα μουσαμά, δεμένες γύρα-γύρα. Τράβηξε δυο, κάθισε στη μια κι άπλωσε τα ποδάρια του στην άλλη. Κάθε λίγο σηκωνότανε, περπάταγε λίγο να ξεπαγώσει κι απέ, πάλι ξανακαθότανε για ν’ απογιομώσει την ψυχή του μ’ ομορφιά.

Όπως χάζευε με την ταξιδιάρα του ματιά, ξάφνου, εμφανίζεται μια μαυροφορεμένη, καλόκορμη και πανέμορφη φατσούλα, με συνοδό ένα μεγάλο σκύλο. Σαν πλησίασε κοντά, του λέει:
-Γεια σας! Ο λόγος που διακόπτω ίσως τις σκέψεις σας, είναι γιατί μου κάνει εντύπωση ο ερχομός σας, που σημαίνει πως για να έρθετε πρέπει να είστε πολύ ρομαντικός. Κι αυτό, ξέρετε, σπανίζει στις μέρες μας!
-Σας ευχαριστώ καλή μου κυρία! Μάλλον έτσι όπως τα λέτε είναι. Να σας συστηθώ. Μάριος!
-Μαρίνα! τ’ απαντάει αμέσως εκείνη. Να σας φέρω μια καρέκλα να γίνουμε τέσσερις.
-Μα, ποιοι είναι οι άλλοι δύο; Εσείς, εγώ, ο συνοδός σας και η θεά Φύση!!!
-Α! Ευχαριστώ! Είναι πιο καλά έτσι, και κάθισε δίπλα του, χαμογελώντας. Τότε την πρόσεξε περισσότερο και διάβασε σ’ εκείνο το αλαβάστρινο προσωπάκι της, μια θλίψη:
-Κάτι μου λέει, πως διαβάσατε την έκφραση του προσώπου μου, μα μην ανησυχείτε! Η αιτία είναι χωμένη βαθιά. Φαίνεται, πως όταν με βαφτίζανε, ένα αόρατο χέρι, μοίρας κακιάς, μου έριξε αυτό που γεννάει στη ζωή τα βάσανα, μέσα στο λάδι. Αν δεν έχετε αντίρρηση, θα έλεγα να μιλούσαμε στον ενικό. Τι λέτε;
-Συμφωνώ, με μεγάλη μου χαρά! Εκείνη τη στιγμή ο σκύλος άρχισε να διαμαρτύρεται και την τραβούσε από μια βέργα, που κρατούσε στο χέρι της.
-Φρόνιμα Τζακ! Θα σε παίξω σε λίγο. Και γυρίζοντας προς τον Μάριο, με φορεμένο στα χείλη της εκείνο το λεπτό χαμόγελο, του λέει:
-Είναι η ώρα του και δε θέλω να του τη στερήσω, βγάζοντας ταυτόχρονα ένα βαρύ αναστεναγμό.

Ξαφνικά, εκείνος ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος, όταν είδε να κυλάνε κάτω απ’ τα μαύρα της γυαλιά, δυο δάκρυα. Στενοχωρήθηκε!!! Σκέφτηκε, πως αυτά τα δάκρυα είναι γιομάτα πόνο. Τρέχανε σαν κρυστάλλινες μπαλίτσες στο βελουδένιο της το πρόσωπο κι απέ, λες, σταλαχτίτες γίνανε και στάξανε για να φωλιάσουνε στ’ αλαβαστρένια της τα στήθια!

Φαινότανε πια, κάποιο δράμα ζούσε η ψυχούλα της. Αυτά τα δάκρυα, ήταν αίμα, που ’τρεχε από τη λαβωμένη της καρδιά. Τότε, αμέσως σηκώθηκε, σα να μην ήθελε να διαβάσει εκείνος πόσο μεγάλο είχε πόνο κι άρχισε να παίζει το σκύλο. Πέταγε τη βέργα μακριά κι εκείνος έτρεχε να της τη φέρει πίσω. Τη δεύτερη φορά, που στάθηκε με τη βέργα μπροστά της το ζώο, ο Μάριος πρόσεξε, πως με το δεξί της χέρι έψαχνε να τη βρει, πού είναι. Ωχ! Χριστέ μου, είναι πολύ μαύρη η ψυχούλα της, ζει βυθισμένη όλη τη ζωή της στο σκοτάδι! Η Μαρίνα είναι τυφλή!!!

Είχε σουρουπώσει, και το παιχνίδι τέλειωσε:
-Μάριε, εγώ κι ο Τζακ θα φύγουμε, όμως πρέπει να σου πω, πως πέρασα όμορφα μαζί σου! Αν θέλεις, κάποια μέρα, να το επαναλάβουμε, να ’ρθεις σπίτι για ένα τσάι!
-Α! θα το χαρώ πολύ κορίτσι μου!
-Ωραία, γράψε το τηλέφωνό μου.

Εκείνος σημείωσε τον αριθμό και τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα της. Από εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκε πως αλλάξανε ρυθμό οι χτύποι της καρδιάς του. Ένα Σαββάτο βράδυ, της τηλεφώνησε, γιατί ήθελε να την ξαναδεί κι εκείνη το χάρηκε πολύ. Το μεσημεράκι της άλλης μέρας, κατά τις 12, της χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως του άνοιξε και τον περίμενε στο κεφαλόσκαλο. Μόλις ανέβηκε πάνω, τελείως αυθόρμητα αγκαλιαστήκανε, χωρίς δισταγμό κι αυτό πρόδιδε, ότι νιώθανε μια έλξη ο ένας για τον άλλον. Έτσι, καθίσανε πλάι-πλάι στον καναπέ.
-Μάριε τι θα πιεις;
-Ένα κονιακάκι θα το έπινα.
-Ωραία, θα πιω κι εγώ ένα! Χτυπάει ένα κουδουνάκι κι εμφανίζεται μια γυναίκα:
-Κυρία Ζωή, φέρε μας, σε παρακαλώ, το κονιάκ με τα σχετικά.
Σαν ήρθε ο δίσκος και τσιμπολογούσανε τα φουντούκια, όπως πήγε να πιάσει ένα απ’ αυτά η Μαρίνα, παρέσυρε δυο τρία και πέσανε κάτω.
-Συγγνώμη... φταίει εκείνο το φαρμάκι, που σου έλεγα Μάριε. Όμως, μια κι έγινε, μου δίνεται η ευκαιρία σε σένα να μιλήσω για μένα, δεν ξέρω γιατί, κάτι με σπρώχνει!
-Ναι! Μίλα μου κορίτσι μου, το θέλω κι εγώ πολύ!
Εκείνη δεν κρατήθηκε άλλο, γέρνει το κεφάλι της πάνω του, εκείνος την αγκαλιάζει συγκινημένος και τα φιλιά τους τελειωμό δεν είχαν! Σαν λευτέρωσε τα χείλια του, παίρνει μια ανάσα και της λέει:
-Χρυσαφάκι μου, κορίτσι μου, νιώθω πως είσαι η ανασεμιά μου! Η καρδιά, μου λέει, πως εσύ τώρα πια, θα 'σαι το προσκυνητάρι και το στασίδι της ζωής μου!!! Μίλα μου ψυχή μου, μίλα μου!!! Κι έτσι εκείνη, με τα χέρια τους αντίκρυ δεμένα όπως ήταν, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της.
-Κατοχή 1942. Η μανούλα μου χήρα, βρέθηκε στο Άουσβιτς, είμαστε εβραϊκή οικογένεια. Εκεί, μετά από 7 μήνες, γεννήθηκα εγώ. Είχε μείνει έγκυος, απ’ τον πατέρα μου, πριν φύγει για τ’ αντάρτικο. Όταν ακόμα ήμουνα εννιά μηνών την ρίξανε στο κρεματόριο. Εκεί, υπηρετούσε ένας Αυστριακός καρδιολόγος, που η γυναίκα του δεν έκανε παιδιά. Έτσι, ζήτησε και με πήρε για κόρη του. Αυτός πήρε μετάθεση για τη Βιέννη. Εκεί μεγάλωσα, σπούδασα γιατρός πνευμονολόγος και παντρεύτηκα ένα διπλωμάτη Βιεννέζο. Είχαμε κλείσει δύο χρόνια μαζί, όταν πήρε μετάθεση για την Αθήνα. Δύο μέρες πριν φύγουμε, σ’ ένα μεγάλο δυστύχημα σκοτώθηκε κι εγώ έμεινα τυφλή.

Ο Μάριος, ακούγοντας αυτή την τόσο δραματική ιστορία, τον πήρανε τα κλάματα. Την έσφιξε στην αγκαλιά του ακόμα πιο πολύ, ενώσανε τα δάκρυά τους κι έμειναν ασάλευτοι ώρα πολλή. Μόλις λίγο συνήλθε, τη ρώτησε:
-Πώς ξέρεις τόσες λεπτομέρειες ψυχή μου; Με πόνεσε πολύ αυτή η ιστορία σου αγάπη μου, μα μοιάζει με του πατέρα μου!
-Άκουσε: Σαν ήρθα στην Ελλάδα το ανέθεσα στην Αυστριακή πρεσβεία και βρήκε τα πάντα! Τον πατέρα μου τον έλεγαν Βίκτωρα και είχε βγει στο αντάρτικο μ’ ένα στενό φίλο του, τον Τέλη. Όμως σκοτώθηκε σε μάχη. Τη μανούλα μου τη λέγανε Σάρρα!
Ο Μάριος άρχισε να τρέμει και να μην μπορεί να σταματήσει το κλάμα! Κόμπιασε τόσο, που σχεδόν δεν ανάσαινε, μόνο την έσφιγγε και τη φιλούσε χωρίς σταματημό!

«Η Μαρίνα ήτανε κόρη του Βίκτωρα και της Σάρρα Βικάλ κι ο Μάριος ο γιος της Βάσια και του Τέλη! Τους ένωσε ο ίδιος πόνος, η ίδια ιστορία κι ο πιο όμορφος θεός, ο Έρωτας!!!»

Άγγελος Γόντικας

Συγγραφέας

Μέλος της "Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών"

Αποθήκευση
Προτιμήσεις χρήστη Cookies
Χρησιμοποιούμε Cookies για να διασφαλίσουμε την καλύτερη πλοήγηση στην ιστοσελίδα μας. Εάν αρνηθείτε τα Cookies η ιστοσελίδα μας μπορεί να μην λειτουργεί όπως αναμένεται.
Αποδοχή όλων
Απόρριψη όλων
Περισσότερα
Analytics
Tools used to analyze the data to measure the effectiveness of a website and to understand how it works.
Google Analytics
Αποδοχή
Απόρριψη