Γιατί τη σειρά “Μέθοδος Κομίνσκι” του Netflix πρέπει να την δει κάθε ηθοποιός.

Η Μέθοδος Κομίνσκι ως Εργαστήριο Υποκριτικής: Ψυχοσωματική Ανάλυση με τις αρχές Στανισλάφσκι και Καζάν

kominsky method

Η σειρά του Chuck Lorre «Η Μέθοδος Κομίνσκι» (The Kominsky Method), παρότι εμφανίζεται ως κωμωδία-δράμα, λειτουργεί σαν ένα ζωντανό εργαστήριο υποκριτικής. Μέσα από τις ερμηνείες και τις σχέσεις των χαρακτήρων, αναδεικνύονται οι ψυχοσωματικές αρχές του ύστερου Στανισλάφσκι και η σκηνοθετική ματιά του Ηλία Καζάν. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως όλο αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας τηλεοπτικής σειράς του Netflix, που φαινομενικά στοχεύει στη διασκέδαση, αλλά στην πράξη προσφέρει ένα μάθημα υποκριτικής.

Η βάση της διδασκαλίας βρίσκεται στις «δεδομένες συνθήκες» και στο «μαγικό ως εάν». Ο ηθοποιός καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα όπως «ποιος, πού, πότε, γιατί», ώστε να δημιουργήσει το έδαφος της δράσης του. Δεν πρόκειται μόνο για εξωτερικές πληροφορίες, αλλά και για την εσωτερική βιογραφία του χαρακτήρα. Από εκεί και πέρα, το «ως εάν» ενεργοποιεί τη φαντασία: «τι θα έκανα αν ήμουν εγώ σε αυτές τις συνθήκες;». Έτσι ο στόχος του ρόλου μετατρέπεται σε προσωπική ανάγκη του ηθοποιού. Στη σειρά, ο Sandy Kominsky φέρνει μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας το ίδιο του το σώμα που γερνά, τις οικονομικές δυσκολίες, τις οικογενειακές σχέσεις. Η ζωή του γίνεται αξεδιάλυτη με τη διδασκαλία του, και αυτό είναι ο πυρήνας του σύγχρονου ρεαλισμού: να αντλείς από την αλήθεια της ύπαρξής σου χωρίς να την μιμείσαι μηχανικά.

Σημαντική είναι και η στροφή που έκανε ο ίδιος ο Στανισλάφσκι: από τη συναισθηματική μνήμη στη μέθοδο των φυσικών δράσεων. Δεν επιδιώκουμε πια να ανακαλέσουμε ένα τραύμα για να φέρουμε δάκρυα, αλλά να εκτελέσουμε μια απλή, αληθινή πράξη που θα γεννήσει οργανικά το συναίσθημα. Γι’ αυτό και ο Kominsky ζητά από έναν μαθητή να πει έναν μονόλογο ενώ φτιάχνει καφέ. Δεν είναι κόλπο· είναι τρόπος να μεταφέρει τον ηθοποιό από το κεφάλι του στο σώμα του.

Εδώ εμφανίζεται και η διάκριση ανάμεσα στη σχολή Strasberg (που έμεινε κολλημένη στη συγκινησιακή μνήμη) και στη σχολή Adler, η οποία υιοθέτησε την ύστερη διδασκαλία του Στανισλάφσκι: φαντασία, δεδομένες συνθήκες, κοινωνική κατανόηση. Ο Kominsky βρίσκεται ξεκάθαρα πιο κοντά στη δεύτερη, καθώς διδάσκει την ψυχοσωματική σύνδεση και όχι την ενδοσκόπηση.

Η ανάλυση ενός ρόλου βασίζεται στους στόχους. Ο στόχος είναι η επιθυμία της στιγμής, ενώ ο υπερ-στόχος είναι το μεγάλο νήμα που διατρέχει όλο το έργο. Μαζί με την έννοια του «beat» – κάθε μικρή αλλαγή δράσης – χτίζουν τον χάρτη της ερμηνείας. Αντί να κυνηγά συναισθήματα, ο ηθοποιός κυνηγά πράξεις: να πείσει, να παρηγορήσει, να προκαλέσει. Αυτό είναι το κλειδί της ζωντανής ερμηνείας και θεμέλιο του σύγχρονου ρεαλισμού.

Ο Ηλίας Καζάν, επηρεασμένος από το Group Theatre και το Actors Studio, έβαλε στο κέντρο της σκηνοθεσίας τον κοινωνικό ρεαλισμό. Τον ενδιέφερε πώς οι άνθρωποι συμπεριφέρονται κάτω από κοινωνική πίεση – ταξική, οικονομική, πολιτική. Δεν αναζητούσε αφηρημένες ιδέες, αλλά τη συμπεριφορά ως ντοκουμέντο. Το μικρό βλέμμα, το σκυφτό σώμα, το διστακτικό χέρι: όλα αυτά είναι κομμάτια μιας πραγματικότητας που αναδύεται με ακρίβεια. Γι’ αυτό μιλούσε για τη «ραχοκοκαλιά» του έργου· μια κεντρική δράση που δίνει συνοχή. Αν στον Στανισλάφσκι αυτό ήταν ο υπερ-στόχος, στον Καζάν γίνεται πρακτικό εργαλείο πρόβας: μια φράση-δράση που κατευθύνει όλη την ερμηνεία.

Στη «Μέθοδο Κομίνσκι» βλέπουμε ξεκάθαρα αυτές τις αρχές. Ο Sandy έχει ραχοκοκαλιά «να παραμείνω χρήσιμος και σχετικός». Ο Norman, φίλος και αντίπαλος, έχει τη δική του: «να διαχειριστώ το πένθος χωρίς να χάσω τον εαυτό μου». Μαζί κουβαλούν τη ραχοκοκαλιά της σχέσης τους: «να κρατηθούμε ζωντανοί ο ένας μέσα από τον άλλον». Αυτή η κοινωνική και ψυχολογική πάλη είναι που δίνει βάθος στη σειρά, πέρα από την επιφανειακή κωμωδία.

Ο θεατής μπορεί να δει εύκολα και τη διαφορά ανάμεσα στην «τέχνη του βιώματος» και στην «τέχνη της αναπαράστασης». Οι ερμηνείες των Douglas και Arkin είναι οργανικές, γεμάτες υποκείμενο κείμενο, ακρόαση και δράση. Αντίθετα, οι μαθητές του Sandy μοιάζουν συχνά καρικατούρες, χωρίς ψυχοσωματική σύνδεση. Αυτή η αντίθεση λειτουργεί ως μάθημα: δείχνει τι σημαίνει ζωντανή υποκριτική και τι σημαίνει ρηχή αναπαράσταση.

Για έναν σπουδαστή υποκριτικής, η σειρά μπορεί να γίνει πρακτικό εγχειρίδιο. Μερικές απλές ασκήσεις:
– Διάλεξε έναν χαρακτήρα και κατέγραψε τις δεδομένες συνθήκες του. Τι ξέρουμε για το παρελθόν, την οικονομική του κατάσταση, τις σχέσεις του;
– Ορίσε τη ραχοκοκαλιά του σε μία πρόταση με ρήμα.
– Πάρε μια μικρή σκηνή και χώρισέ τη σε beats. Δώσε σε κάθε beat ένα ρήμα δράσης. Παίξε τη σκηνή εστιάζοντας σε αυτά τα ρήματα.
– Δοκίμασε έναν μονόλογο ενώ εκτελείς μια απλή σωματική εργασία. Παρατήρησε πώς η πράξη γεννά αλήθεια.

Ο σύγχρονος ρεαλισμός δεν είναι να μιμείσαι την καθημερινότητα ούτε να φέρνεις τα δικά σου δάκρυα στη σκηνή. Είναι η ικανότητα να ζεις «ως εάν», να μετατρέπεις τη φαντασία και τη δράση σε αλήθεια που αντέχει το βλέμμα του θεατή. Η «Μέθοδος Κομίνσκι» το δείχνει με χιούμορ, τρυφερότητα και βάθος.

Έτσι, η σειρά δεν είναι μόνο διασκέδαση. Είναι μια σύγχρονη υπενθύμιση ότι η υποκριτική τέχνη, είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο, παραμένει τέχνη του πράττειν, όχι του παριστάνειν. Ένα μάθημα ρεαλισμού που συνεχίζει να αντηχεί από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας μέχρι τις οθόνες του Netflix.